διακοσιᾶν

διακοσιᾶν
διᾱκοσιᾶν , διακόσιοι
two hundred
masc/fem gen pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακοσίαν — διᾱκοσίᾱν , διακόσιοι two hundred fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”